συγκαταλείπω

συγκαταλείπω
Α [καταλείπω]
εγκαταλείπω μαζί ή ταυτοχρόνως.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • συγκαταλέλοιπε — συγκαταλείπω leave together perf imperat act 2nd sg συγκαταλείπω leave together perf ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξυγκαταλιπόντες — συγκαταλείπω leave together aor part act masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συγκαταλειφθέντας — συγκαταλείπω leave together aor part pass masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συγκαταλείψομεν — συγκαταλείπω leave together fut ind act 1st pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συγκαταλιμπανόμενα — συγκαταλείπω leave together pres part mp neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συγκαταλιποῦσα — συγκαταλείπω leave together aor part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λείπω — (AM λείπω, Μ και λείβγω) 1. δεν υπάρχω, ελλείπω (α. «από το βιβλίο λείπουν τα πρώτα φύλλα» β. «λείπουσι δὲ [αἱ τρίχες] καὶ ῥέουσι κατὰ τὴν ἡλικίαν αἱ ἐκ τῆς κεφαλῆς καὶ μάλιστα καὶ πρῶται», Αριστοτ. γ. «λείπει μὲν οὐδ ἃ πρόσθεν εἴδομεν τὸ μὴ οὐ… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”